αλωνάρης

αλωνάρης
ο
1. ο αλωνιστής*
2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία τού Ιουλίου λόγω τού αλωνισμού τών δημητριακών, που είναι η κύρια απασχόληση τών γεωργών τον μήνα αυτόν (πρβλ. και αλωνιστής).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωναριάζομαι, αλωναριάτικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλωνάρης — ο 1. που αλωνίζει με ζώα, αλωνιστής (βλ. λ.). 2. ως κύρ. όνομα, Αλωνάρης ο μήνας Ιούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωναριάζομαι — [αλωνάρης] παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… …   Dictionary of Greek

  • αλωναριάτικος — η, ο [αλωνάρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αλωνάρη, στον μήνα Ιούλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”